- παλιννόστῳ
- παλίννοστοςreturningmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλιννοστώ — παλιννοστώ, παλιννόστησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παλιννοστώ — (ΑΜ παλιννοστῶ, έω) βλ. παλινοστώ … Dictionary of Greek
παλιννοστώ — παλιννόστησα, γυρίζω, επιστρέφω στην πατρίδα: Το μήνα αυτόν πολλοί εργάτες παλιννόστησαν από τη Γερμανία. Ουσ. παλιννόστηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλινοστώ — και παλιννοστώ (ΑΜ παλινοστῶ και παλιννοστῶ, έω) [παλίνοστος] επανέρχομαι, επιστρέφω, ιδίως στην πατρίδα … Dictionary of Greek
ανανοστώ — ἀνανοστῶ ( έω) (Α) [νοστῶ] επανέρχομαι στην πατρίδα μου, παλιννοστώ … Dictionary of Greek